τεχνοφρικιό [texnofrició], το (ουσ. Οπλυσταριό).<προφ.>
Πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μανία για χρήση σύγχρονων τεχνολογικών προϊόντων, κυρίως ψηφιακών
Χρήσεις
[ΕΤΥΜ^ < τεχνο- + φρικιό· είναι πιθανόν απόδ. του αγγλ. υβριδ. techno freak].