νεοελληνικός [neoelinikόs], -ή, -ό (επ. (ΕI1.1) ).
Που είναι σχετικός με τη νεότερη Ελλάδα περίπου από τα τέλη του 18ου αι. και μετά, οπότε εμφανίζονται οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, και ειδικότ. από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους και μετά (συνήθ. σε αντιδιαστολή με τον ελληνισμό παλαιότερων ιστορικών περιόδων και κυρίως της αρχαιότητας)
{ιστ.} Νεοελληνικός Διαφωτισμός Βλ. διαφωτισμός
{γλωσσ.} κοινή νεοελληνική Βλ. κοινός
Που σχετίζεται με τη νέα ελληνική γλώσσα, δηλαδή την ελληνική γλώσσα κυρίως μετά τις αρχές του 19ου αιώνα και ειδικότ. με την κοινή νεοελληνική
η νεοελληνική (ως ουσ.)
Η νέα ελληνική γλώσσα, δηλαδή η ελληνική γλώσσα κυρίως από τις αρχές του 19ου αι. και μετά· παρά ταύτα, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα (βλ. νεοελληνική λογοτεχνία, σημ. 2δ)· ειδικότ. η κοινή νεοελληνική
τα νεοελληνικά
Η νέα ελληνική γλώσσα και ειδικότ. η κοινή νεοελληνική
Το μάθημα των νέων ελληνικών (γλώσσα και λογοτεχνία) στο σχολείο
νεοελληνική λογοτεχνία
Η λογοτεχνική παραγωγή που διαθέτει χαρακτηριστικά του νεοελληνικού πολιτισμού, ιδιαίτερα στη γλώσσα και στη θεματολογία· οι απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα και έχουν προταθεί από μελετητές και επιστήμονες διάφορες χρονολογίες· σύμφωνα με τον Στυλιανό Αλεξίου τα πρώτα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα και τα έργα της περιόδου της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας· κατά τον Γ.Π. Σαββίδη, το έτος έναρξης της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι το 1509/ 1519, το έτος δηλ. έκδοσης του «Απόκοπου» του Μπεργαδή· ο Εμμ. Κριαράς προτείνει το έτος 1204 ως την αφετηρία της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, ενώ πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Λίνος Πολίτης, θεωρούν ότι το έπος του Διγενή Ακρίτα σηματοδοτεί τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας
{φιλολ.} νεοελληνική φιλολογία
Επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη γλώσσα και τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας
–επίρρ. νεοελληνικά
[ΕΤΥΜ^ < Νεοέλλην(ας) + -ικός].