Άρθρα

Λήμμα του μήνα: λαγκάρω

λαγκάρω [lagáro]

[ΑΟΡ λάγκαρα (απρμ. λαγκάρει), ΜΠΘ ΠΡΚ (μτχ. λαγκαρισμένος)]
(ρ. Ρμαρκάρω).
(στη διαδικτυακή αργκό)

 1(στο γ΄ πρόσ.) (για ηλεκτρονική συσκευή, συνήθως κινητό, υπολογιστή κτλ.)

Εκτελεί μια ορισμένη λειτουργία αργά, με καθυστέρηση ή με διακοπές ή σταματά να λειτουργεί

(ΣΥΝ κολλάωμπλοκάρω)

Χρήσεις

Όταν πάω να ανοίξω τις εφαμογές μου, το κινητό λαγκάρει
Ο υπολογιστής μου λαγκάρει όταν πάω να ανοίξω προγράμματα που καταναλώνουν πολλούς πόρους από το σύστημα

(στη μτχ. μπθ. πρκ. με την ίδια σημ.)
Ο σέρβερ ήταν αισχρά λαγκαρισμένος και δεν ξεκόλλαγε με τίποτα

 

2) (στο γ΄ πρόσ.) (για αρχείο ήχου, εικόνας, για πρόγραμμα ή γενικότερα για λειτουργία συσκευής)

 Εκτελείται πολύ αργά, με καθυστέρηση ή διακόπτεται, σταματά να εκτελείται

(ΣΥΝ κολλάειμπλοκάρει)

Χρήσεις

Στην αρχή το παιχνίδι τρέχει κανονικά, αλλά, όσο περνάει η ώρα, αρχίζει να λαγκάρει όλο και πιο πολύ
Το βιντεάκι, όσες φορές έχω προσπαθήσει να το παίξω, λαγκάρει στα μισά
Η εταιρεία έχει καταφέρει και κατασκευάζει λογισμικό που δε λαγκάρει

 

 

 

3(μτφ.) (για πρόσωπο)

 

Αδυνατώ να σκεφτώ, να θυμηθώ ή να κατανοήσω κτ ή αδυνατώ να αντιδράσω αποτελεσματικά μπροστά σε μια κατάσταση, ένα γεγονός λόγω κούρασης, συναισθηματικής φόρτισης, αφηρημάδας κτλ.

Χρήσεις

Σε πολλά σημεία του παιχνιδιού λαγκάρω και δεν μπορώ να θυμηθώ τη λύση για να προχωρήσω
Μια φορά προσπάθησε να μου εξηγήσει από κοντά τους κανόνες του παιχνιδιού και λάγκαρα

 


[ΕΤΥΜ^ δάν. < αγγλ. lag 'καθυστερώ, μένω πίσω' + -άρω].