Άρθρα

Λήμμα της εβδομάδας: χόστελ

χόστελ [xóstel]το (ουσ. ΟοXI).

 

Κατάλυμα στο οποίο κάποιος νοικιάζει κρεβάτι (συνήθως κουκέτα) σε δωμάτιο με άλλα άτομα και μοιράζεται κοινόχρηστους χώρους (π.χ. μπάνιο, κουζίνα) με τα υπόλοιπα άτομα που κοιμούνται μαζί του· αποτελεί φθηνότερη εναλλακτική λύση αντί για ενοικίαση δωματίου σε ξενοδοχείο


[ΕΤΥΜ^ < αγγλ. hostel].