Άρθρα

Λήμμα της εβδομάδας: τεχνοφρικιό

τεχνοφρικιό [texnofrició]το (ουσ. Οπλυσταριό).
<προφ.>

 

Πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από μανία για χρήση σύγχρονων τεχνολογικών προϊόντων, κυρίως ψηφιακών

Χρήσεις

Μερικά τεχνοφρικιά δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν αν δεν έχουν το πιο εξελιγμένο κινητό!


[ΕΤΥΜ^ < τεχνο- + φρικιό· είναι πιθανόν απόδ. του αγγλ. υβριδ. techno freak].